μαράγκιασμα

μαράγκιασμα
το
1. το μαράζωμα, το ξέραμα.
2. μτφ., το χάσιμο της νιότης, της δύναμης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μαράγγιασμα — και μαράγκιασμα, το [μαραγγιάζω] 1. (για φυτά, καρπούς και άνθη) μάρανση, μαρασμός 2. μτφ. γέρασμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”